ἔμφυτοι

ἔμφυτοι
ἔμφυτος
inborn
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηχοπαραγωγικοί μηχανισμοί ζώων — Έμφυτοι ή όχι μηχανισμοί, με τους οποίους τα διάφορα είδη ζώων παράγουν ήχους. Ο λόγος της παραγωγής ήχων από τα ζώα δεν είναι πάντα γνωστός, σε γενικές όμως γραμμές φαίνεται να σχετίζεται με την αναγνώριση των ατόμων του ίδιου είδους, την… …   Dictionary of Greek

  • πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”